μάρσιππος

μάρσιππος
μάρσιππος, ,
A bag, pouch, X.An.4.3.11, PPetr.3p.257 (iii B.C.), PSI4.427.1, al. (iii B.C.), PCair.Zen.69.14 (iii B.C.), LXX Ge.42.27, al., f.l. in D.S.20.41; poultice, Sor.2.10,59; μ. λινοῦς, = κρησέρα, Gal.19.115:—[var] Dim. [full] μαρσίππιον, τό, Hp.Acut.21, Apollod.Car.13, PCair.Zen.10.27, al. (iii B.C.), PPetr.3p.145 (iii B.C.), LXX Pr.1.14. [-ιππος, -ίππιον, Pap. Il.cc. and usu. in LXX; -ιπος, -ίπιον freq. v.l. in later codd., cf. Gloss.; -είπειον UPZ77ii 13 (ii B.C., illiterate); -υπος, -ύπιον, Gloss.; -υπεῖον v.l. in LXX Si.18.33; -υππος, -ύππιον, Hsch. s.vv. ἀρυβαλίδα, ἀρύβαλλοι.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάρσιππος — bag masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπποις — μάρσιππος bag masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππου — μάρσιππος bag masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππους — μάρσιππος bag masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππων — μάρσιππος bag masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίππῳ — μάρσιππος bag masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπποι — μάρσιππος bag masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιππον — μάρσιππος bag masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπος — ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος) σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα νεοελλ. 1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους 2. βαλίτσα αρχ. 1. κατάπλασμα 2. κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • φάγυλοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαστοί, μάρσιπποι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα υλος (πρβλ. δάκτ υλος, σφόνδ υλος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους μαστούς, πιθ. λόγω τού ότι από αυτούς τρέφονται τα …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՅՈՒՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0595 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 14c գ. μάρσιππος, μαρσιππείον marsupinum, crumena, saccus. Պարկ. քսակ. մախաղ. քէսէ. ... *Իցէ՞ թէ արդարասցի կաշառովք (պիտի ըստ յն. կշռովք) անօրէնն, եւ պայուսակաւ կշռոց նենգութեան.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”